- τελεφερίκ
- (télépherique). Σύστημα εναέριας μεταφοράς ατόμων με σχοινιά. Οι τροχιές του τ. ή σχοινόδρομου, αποτελούνται από δύο συρματόσχοινα, ένα για κάθε διαδρομή. Τα οχήματα είναι μικροί ξύλινοι ή μεταλλικοί θάλαμοι, με συρόμενες θύρες και μεγάλα κρυστάλλινα παράθυρα που επιτρέπουν πανοραμική άποψη στους επιβάτες, οι οποίοι ταξιδεύουν όρθιοι για μεγαλύτερη εκμετάλλευση του χώρου. Στη στέγη του μικρού θαλάμου υπάρχει ένα βαγόνι με μεταλλικούς τροχούς με ελαστική επένδυση. Συνήθως τα οχήματα είναι δύο και συνδέονται μεταξύ τους από το λεγόμενο σχοινί έλξης, που στερεώνεται στα βαγόνια. Το σχοινί έλξης κινητοποιείται από ένα σύστημα ηλεκτροκινητήρα. Τα συρματόσχοινα στερεώνονται στο ένα άκρο στον σκελετό του σταθμού, ενώ από το άλλο αναρτάται ένα αντίβαρο, που σκοπό έχει, να διατηρεί σταθερή την τάση, όταν μεταβάλλεται η θέση του φορτίου, η πίεση, που εξασκεί ο άνεμος ή το βάρος του χιονιού, που τυχόν καλύπτει τον θάλαμο. Τα συρματόσχοινα στηρίζονται σε ενδιάμεσα στηρίγματα (υποστηλώματα).
Εάν η εγκατάσταση παρουσιάσει βλάβη και οι θαλαμίσκοι δεν μπορούν να κινηθούν, επεμβαίνει ένα βοηθητικό όχημα που κινείται από ένα ειδικό σύστημα τροχαλίας - κινητήρα - σχοινιού έλξης. Το όχημα αυτό κατεβαίνει κατά μήκος του συρματόσχοινου εωσότου πλησιάσει τον θάλαμο, οπότε και πραγματοποιείται η μεταφορά των επιβατών. Κάθε βαγόνι διαθέτει αυτόματο φρένο, που ακινητοποιεί τον θαλαμίσκο σε περίπτωση που θα κοπεί το συρματόσχοινο έλξης.
Βαγόνι τελεφερίκ στην πόλη Καπρούν στις αυστριακές άλπεις (φωτ. ΑΠΕ).
Τελεφερίκ στις ελβετικές Άλπεις.
* * *το, Νάκλ. εναέριος σιδηρόδρομος, μεταφορικό μέσο επιβατών και εμπορευμάτων σε δύσβατες ορεινές περιοχές αποτελούμενο από θαλαμίσκο αναρτημένο από τεταμένα ισχυρά συρματόσχοινα και ελκόμενο με άλλο συρματόσχοινο από μηχανή εγκατεστημένη στο άνω άκρο τής εγκατάστασης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ γαλλ. telepherique < tele- (βλ. λ. τηλ[ε]-) + -pherique (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.